συγκατακρίνω

συγκατακρίνω
ΜΑ
καταδικάζω κάποιον μαζί ή ταυτοχρόνως με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκατάκριτος — ον, Μ [συγκατακρίνω] 1. αυτός που έχει καταδικαστεί μαζί με άλλον 2. συνεκδ. συνένοχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”